τζαναμπετιά

τζαναμπετιά
η строптивость, своенравие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τζαναμπετιά" в других словарях:

  • τζαναμπετιά — η, Ν [τζαναμπέτης] 1. δυστροπία, στρυφνότητα χαρακτήρα 2. ενέργεια που φανερώνει δύστροπο άνθρωπο 3. πονηριά …   Dictionary of Greek

  • τζαναμπετιά — η το γνώρισμα του τζαναμπέτη, η κακοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»